- θρανίς
- θρανίςsword-fishfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρανίς — θρανίς, ίδος, ἡ (Α) [θράνος] το ψάρι ξιφίας … Dictionary of Greek
θρανίδας — θρανίς sword fish fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρανίδος — θρανίς sword fish fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θράνος — θρᾱνος, ὁ (Α) 1. κάθισμα, εδώλιο 2. κάθισμα αποπάτου 3. ξύλινο δοκάρι 4. φρ. «ὁ θράνος τοῡ νεώ» η τοιχοποιία της κορυφής τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *dhreә2 «κρατώ, στηρίζω» + επίθημα νο , νυ (για τον παράλληλο τ. θρῆνυς). Συνδέεται με τον… … Dictionary of Greek